κηροδέτης

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροδέτης Medium diacritics: κηροδέτης Low diacritics: κηροδέτης Capitals: ΚΗΡΟΔΕΤΗΣ
Transliteration A: kērodétēs Transliteration B: kērodetēs Transliteration C: kirodetis Beta Code: khrode/ths

English (LSJ)

κηροδέτου, Dor. κηροδέτας, ὁ, = κηρόδετος (bound with wax, joined with wax, wax-bound), κάλαμος E. IT 1125 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, = Folgdm, Eur. I. T. 1095.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
c.
κηρόδετος.

Russian (Dvoretsky)

κηροδέτης: ου, дор. κηροδέτας, α adj. m скрепленный воском (κάλαμος Πανός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κηροδέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κηροδέτας = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ι. Τ 1125.

Greek Monolingual

κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α)
κηρόδετος («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο-δέτης, λαιμο-δέ-της].

Greek Monotonic

κηροδέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κηροδέτος, = το επόμ., σε Ευρ.

Middle Liddell

κηρο-δέτης, ου, = κηρόδετος, Eur.]