κισσοδέτας
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
α, ὁ, Dor. for -δέτης, (δέω A) bound or crowned with ivy, of Bacchus, cj. in Pi.Fr.75.9 (κισσοδόταν, κισσοδαῆ codd.).
German (Pape)
[Seite 1442] dor. = κισσοδέτης, mit Epheu gebunden, gekränzt, Bacchus, Pind. frg. 45 bei D. Hal. de C. V. p. 306, wo κισσόδετος u. κισσοδότας vermuthet wird, v.l. κισσοδαής.
Russian (Dvoretsky)
κισσοδέτᾱς: ου увенчанный плющом (θεός, sc. Βάκχος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κισσοδέτᾱς: -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ -δέτης, (δέω), ἐστεμμένος μὲ κισσόν, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 9, πρβλ. κηροδέτης.
Greek Monolingual
κισσοδέτας, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -δέτας (< δέω «δένω»), πρβλ. κηποδέτας].