κύημα

Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A that which is conceived, embryo, foetus, Hp. Epid.7.6, al., Pl.R.461c, Arist.GA719b33, etc.    II in Botany, that which is swollen as the result of growth, e.g. base of flower-head, Thphr.HP6.4.3: of a cabbage-sprout, Dsc.2.120, Gal.6.642.

German (Pape)

[Seite 1525] τό, das Empfangene, die Frucht im Mutterleibe; εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat. Rep. V, 461 c; Arist. de gen. anim. 1, 13. 3, 9 u. öfter; κυήματα ἔχειν, ἴσχειν, schwanger sein, id. u. Sp., die auch übertr. ψυχῆς κύημα sagen. Vgl. κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

κύημα: τό, (κυέω) τὸ συλληφθὲν ἢ κυοφορούμενον, ἔμβρυον, Πλάτ. Πολ. 461C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1., 16, 4., 20, 16, ἀλλ.˙ ― ἴδε κῦμα ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fœtus.
Étymologie: κυέω.

Greek Monolingual

το (AM κύημα) κυώ
1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά της μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ' εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.)
2. το βλάστημα
3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα της φαντασίας» β. «τοὺς λόγους τεκεῑν και δεῑξαι τοῑς ἄλλοις τὰ κυήματα», μέρ.).

Greek Monotonic

κύημα: -ατος, τό (κυέω), αυτό που συλλαμβάνεται, έμβρυο, κυοφορούμενο, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύημα -τος, τό [κυέω] vrucht, foetus.

Russian (Dvoretsky)

κύημα: ατος τό утробный плод, зародыш (τὸ κ. εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat.; κ. ἄμορφον καὶ σαρκοειδές Plut.).