ληϊστήρ

Revision as of 23:29, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A v. λῃστήρ.

German (Pape)

[Seite 39] ῆρος, ὁ, der Beutemacher, Plünderer, Räuber, wie λῃστής, Od. 3, 72 u. öfter; auch sp. D.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fait du butin, pillard.
Étymologie: ληΐζομαι.

Greek Monolingual

ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ.

Greek Monotonic

ληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, Επικ. τύπος του λῃστής, κλέφτης, ιδίως, πειρατής, κουρσάρος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ληϊστήρ: ῆρος ὁ разбойник, грабитель Hom.