ληστήρ

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

λῃστήρ και ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α)
1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ' ἀλόωνται», Ομ. Οδ.)
2. πειρατικός («λῄστειρα ναῦς», Αιλιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τήρ < ληΐς, άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τήρ].