λιμνοχαρής
German (Pape)
[Seite 48] ές, sich des Sumpfes freuend, gern darin lebend, als Froschname auch λιμνόχαρις geschrieben, Batrach.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοχαρής, -ές)
αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς
όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, πολεμοχαρής].
Russian (Dvoretsky)
λιμνοχᾰρής: болотолюбивый (sc. βάτραχος Batr.).