λιμνόχαρις
English (LSJ)
ιτος, ὁ, Grace of the marsh, or λιμνο-χᾰρής, Love-marsh, name of a frog, Batr.12, 212.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνόχᾰρις: ὁ, ἡ χάρις τῆς λίμνης ἢ τοῦ ἕλους, ἢ -χαρής, ὁ ἀγαπῶν τὴν λίμνην ἢ τὸ ἕλος, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 12, 216.
Greek Monolingual
(I)
και λιμνοχαρίς, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιμνοχαριτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnocharis < limno- < λίμνη) + -charis (< χάρις)].
(II)
λιμνόχαρις, -άριτος, ὁ (Α)
η ομορφιά, η χάρη, το κόσμημα της λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + χάρις, -ιτος].
Greek Monotonic
λιμνόχᾰρις: ὁ, χάρη της λίμνης ή του έλους· Λιμνοχᾰρής, αυτός που αγαπά τη λίμνη ή το έλος, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
grace of the marsh, or -χαρής, love-marsh, name of a frog, Batr.
German (Pape)
sich des Sumpfes freuend, gern darin lebend, als Froschname auch λιμνοχαρής geschrieben, Batrach.