νεικείω

Revision as of 00:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A = νεικέω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 236] poet. = νεικέω, w. m. s. Davon hat Hom. νεικείω, Il. 4, 359, νεικείῃσι, 1, 579, νεικείῃ, Od. 17, 189, νείκειον, 22, 26, νεικείεσκε, Il. 2, 221. 4, 241. 19, 86, νεικείειν u. νεικείων.

Greek (Liddell-Scott)

νεικείω: Ἰων. ἀντὶ νεικέω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

sbj. prés. épq. de νεικέω.

English (Autenrieth)

(νεῖκος), νεικῶσι, subj. νεικείῃ(σι), inf. νεικείειν, part. νεικείων, ipf. νείκειον, iter. νεικείεσκε, fut. νεικέσω, aor. (ἐ)νείκε(ς)σα: strive, quarrel; ἔριδας καὶ νείκεα ἀλλήλοις, ‘contend in railing and strife,’ Il. 20.252; upbraid, reprove, opp. αἰνεῖν, Il. 10.249, Il. 24.29; μάλα, ‘angrily’; ἄντην, ‘outright,’ Od. 17.239.

Greek Monolingual

νεικείω (Α)
ιων. τ. βλ. νεικέω.

Greek Monotonic

νεικείω: Ιων. αντί νεικέω, βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

νεικείω: эп. = νεικέω.