νύκτερος

Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A = νυκτερινός, μήνη A.Pr.797 ; ὀνείρατα Id.Pers.176 ; ἄστρων . . νυκτέρων ὁμήγυριν Id.Ag.4 ; ναυκληρία S.Fr.143 ; δεῖμα Id.El.410 ; ν. ἀπελωβήθη by night, Id.Aj.217 (anap.); φύλακες E.Rh.87 : also in late Prose, ν. κοίτη Luc.Am.39 : neut. as Adv., νύκτερον ἀείδουσα Arat.1023.

German (Pape)

[Seite 267] nächtlich; μήνη, Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου νύκτερος ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).

Greek (Liddell-Scott)

νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, νύκτ. μήνη Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων ὁμήγυρις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· ναυκληρία Σοφ. Ἀποσπ. 151· δεῖμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de nuit, nocturne.
Étymologie: νύξ.

Greek Monolingual

νύκτερος, -ον (Α)
1. ο νυχτερινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νύκτερον
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός. Με επίθημα σε -ρ-, πρβλ. νύκτωρ (για το ζεύγος νύκτωρ νύκτερος, πρβλ. ὕδωρὕδερος(βλ. και λ. νύχτα)].

Greek Monotonic

νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νύκτερος: ночной (ὀνείρατα Aesch.; δεῖμα Soph.; φύλακες Eur.): ν. Αἴας ἀπελωβήθη Soph. в эту ночь Эант опозорил себя (убийствами невинных).