νεόγαμος

Revision as of 00:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A newly married, of husband or wife, Hdt.1.36,37, D.H.8.56; ν. νύμφη, κόρη, A.Ag.1179, E.Med.324; ν. λέκτρα ib.1348.    II married early, Ptol.Tetr.183.

German (Pape)

[Seite 241] eben erst verheirathet, junger Ehemann, junge Ehefrau; Her. 1, 36. 37. 81; νεογάμου νύμφης δίκην, Aesch. Ag. 1152; κόρη, Eur. Med. 324; auch λέκτρα, 1348; Xen. Cyr. 3, 1, 36 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

νεόγᾰμος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ἡρόδ. 1. 36. 37· ν. νύμφη, κόρη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1179, Εὐρ. Μήδ. 324: προσέτι, ν. λέκτρα αὐτόθι 1348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, γαμέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόγαμος, -ον)
αυτός που έχει παντρευτεί πρόσφατα, ο νιόπαντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + γάμος (πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος)].

Greek Monotonic

νεόγᾰμος: -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, νεαρός ή νεαρή σύζυγος, σε Ηρόδ.· νεόγαμος νύμφη, κόρη, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόγᾰμος: 1) только что сочетавшийся браком, новобрачный (νύμφη Aesch.; κόρη Eur.);
2) (о браке) недавно заключенный (λέκτρα Eur.).