προσεπιτέρπομαι

Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Pass.,

   A rejoice in besides, Ar.Ra.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 762] (s. τέρπω), sich noch dazu, noch mehr ergötzen, Ar. Ran. 232.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτέρπομαι: παθ., τέρπομαι ἔτι μᾶλλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 231.

French (Bailly abrégé)

se réjouir encore ou encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπιτέρπω.

Greek Monolingual

Α
διασκεδάζω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιτέρπομαι «διασκεδάζω»].

Greek Monotonic

προσεπιτέρπομαι: μέλ. -ψομαι — Παθ., διασκεδάζω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-επιτέρπομαι zich bovendien verheugen.

Russian (Dvoretsky)

προσεπιτέρπομαι: приходить в восхищение, наслаждаться Arph.