προσεπιτέρπομαι
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
Pass., rejoice in besides, Ar.Ra.231 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 762] (s. τέρπω), sich noch dazu, noch mehr ergötzen, Ar. Ran. 232.
French (Bailly abrégé)
se réjouir encore ou encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπιτέρπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επιτέρπομαι zich bovendien verheugen.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιτέρπομαι: приходить в восхищение, наслаждаться Arph.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιτέρπομαι: παθ., τέρπομαι ἔτι μᾶλλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 231.
Greek Monolingual
Α
διασκεδάζω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιτέρπομαι «διασκεδάζω»].
Greek Monotonic
προσεπιτέρπομαι: μέλ. -ψομαι — Παθ., διασκεδάζω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο, σε Αριστοφ.