στασιώδης

Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ες,

   A factious, seditious, Arist.Pr.956b29; τὸ κινητικὸν καὶ σ. τῆς δυνάμεως Plb.1.9.6; οἱ -έστατοι τῶν δημοτικῶν D.H.8.15. Adv. -δῶς, ἔχειν Paraphr.Lyc.128.    2 quarrelsome, X.Mem.2.6.4; πρὸς τοὺς γονεῖς Cat.Cod.Astr.2.187.

German (Pape)

[Seite 930] ες, aufrührerisch; Xen. Mem. 2, 6, 4; Pol. 1, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιώδης: -ες, (εἶδος) στασιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) ἐριστικός, φιλοτάραχος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 séditieux, factieux;
2 querelleur.
Étymologie: στάσις, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στάσις
1. στασιαστικός, φατριαστικός
2. φιλόνικος.

Greek Monotonic

στᾰσιώδης: -ες, στασιαστικός, αντάρτικος, σε Αριστ.· εριστικός, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιώδης -ες [στάσις] opstandig, oproerig. ruzie-achtig, twistziek.. Xen. Mem. 2.6.4.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιώδης: 1) сварливый Xen.;
2) мятежный, бунтарский (ὄχλος Plut.).