ὑπόπλεως

Revision as of 05:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

German (Pape)

[Seite 1229] ων, gen. ω, att. statt ὑπόπλεος, ὑπόπλεως τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. ὑπόπλεος.

Greek Monolingual

-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεως: атт. = ὑπόπλεος.