ὑπόπλεως

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεως Medium diacritics: ὑπόπλεως Low diacritics: υπόπλεως Capitals: ΥΠΟΠΛΕΩΣ
Transliteration A: hypópleōs Transliteration B: hypopleōs Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/plews

English (LSJ)

ων, Attic for ὑπόπλεος.

German (Pape)

[Seite 1229] ων, gen. ω, att. statt ὑπόπλεος, ὑπόπλεως τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. ὑπόπλεος.

Greek Monolingual

-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεως: атт. = ὑπόπλεος.