ὑποφώσκω

Revision as of 05:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A = ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v. l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).

Greek Monolingual

ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.