διαφώσκω

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφώσκω Medium diacritics: διαφώσκω Low diacritics: διαφώσκω Capitals: ΔΙΑΦΩΣΚΩ
Transliteration A: diaphṓskō Transliteration B: diaphōskō Transliteration C: diafosko Beta Code: diafw/skw

English (LSJ)

Ion. for διαφαύσκω.

Spanish (DGE)

v. διαφαύσκω.

German (Pape)

[Seite 613] = διαφαύσκω; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86. 9, 45; ἡμέρας διαφωσκούσης, D. Sic. 18, 72.

French (Bailly abrégé)

v. διαφαύσκω.

Russian (Dvoretsky)

διαφώσκω: Her., Diod. = διαφαύσκω.

Greek (Liddell-Scott)

διαφώσκω: Ἰων. ἀντὶ διαφαύσκω.

Greek Monolingual

διαφώσκω (Α)
διαφαύσκω.

Greek Monotonic

διαφώσκω: Ιων. αντί δια-φαύσκω.