χαλκεγχής

Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ές,

   A with brazen lance, χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143 (lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la lance d’airain.
Étymologie: χαλκός, ἔγχος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν-εγχής].

Greek Monotonic

χαλκεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεγχής: вооруженный медным (бронзовым) копьем (Τρῶες Eur.).