χειροήθεια

Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ,

   A domestication, Arist.Phgn.809a33, Gp.16.1.11.

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, Zahmheit, Arist. physiogn. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χειροήθεια: ἡ, ἡμερότης, ἡμέρωσις, τὰς χειροηθείας μᾶλλον προσδεχόμενος Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2.

Greek Monolingual

ἡ, Α χειροήθης
ημερότητα, εξημέρωση.

Russian (Dvoretsky)

χειροήθεια: ἡ кротость, смирный нрав Arst.