γυιοπέδη

Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A fetter: in pl., Pi.P.2.41, A.Pr.169 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 508] ἡ, Fußfessel, Fußschlinge, Pind. P. 2, 41; Aesch. Pr. 175.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπέδη: ἡ, πέδη τῶν γυίων, χειροπέδη καὶ ποδοκάκη, Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves pour les pieds.
Étymologie: γυῖον, πέδη.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
plu. grilletes ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις Pi.P.2.41, κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις A.Pr.168
en sg. fig. τοίην γυιοπέδην τεχνάζεται ἰχθύσι νάρκη Opp.H.2.85, γυιοπέδην ἀσίδηρον ἔχων con un grillete no hecho de hierro ref. a unas palabras mágicas que paralizan, Nonn.D.13.488, cf. 36.365.

Greek Monolingual

γυιοπέδη η (Α)
δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»].

Greek Monotonic

γυιοπέδη: ἡ, τα δεσμά των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπέδη: ἡ ножные оковы Pind., Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien.