δηρός

Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Dor. δᾱρός, ά, όν, (cf. δήν)

   A long, too long, δηρὸν χρόνον Il. 14.206, h.Cer.282: more freq. δηρόν (sc. χρόνον) as Adv., all too long, Il.2.298, etc.; also ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰὼν ἔσσεται 9.415, cf. Musae.291: freq. with neg., οὐδέ σέ φημι δ . . . ἀλύξειν Il.10.371, cf. 2.435, etc.: Trag. use only Dor. form, πολὺν δαρόν τε χρόνον S.Aj.414 (lyr.), cf. A.Supp.516, E.IT1339; δαρόν alone, A.Pr.648, 940, S., etc.; also δαρὸν χρόνου πόδα time's lingering foot, E.Ba.889 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 569] ά, όν, lange dauernd; dorisch δαρός; ein Wort, welches schon vor Homer als Nomen außer Gebrauch kam; bei Homer findet sich nur der accusat. δηρόν als adverb., dies aber oft. Iliad. 14, 206. 305 verstanden Sophokles und Euripides den Ausdruck δηρὸν χρόνον irrthümlich so, als wenn δηρόν adjectiv. zu χρόνον sei, und hierauf gestützt sagten sie selber πολὺν δαρόν τε χρόνον und im nominativ. δαρὸς χρόνος. So war denn, weil man einen Ausdruck Homers mißverstand, das längst erstorbene Nomen δαρός künstlich wiederbelebt. Das Genauere s. s. v. δηρόν.

Greek (Liddell-Scott)

δηρός: -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) μακρός, παραπολὺ μακρός, δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· οὕτως, ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· συχνάκις μετ᾿ ἀρνητ., οὐδέ σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. Ἀθήνη, κυνηγός, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de longue durée : ἐπὶ δηρόν ou abs. δηρόν, longtemps ou trop longtemps.
Étymologie: cf. δήν.

English (Autenrieth)

(δϝήν): long; χρόνον, Il. 14.206, 305; usually adv., δηρόν, ἐπὶ δϝηρόν, Il. 9.415.

Spanish (DGE)

-ά, -όν

• Alolema(s): dór. δᾱρ- Ibyc.2, Pi.N.9.30, Fr.52a.9, A.Pr.940, Supp.516, S.Ai.414, Tr.65, E.IT 1339, Lyc.188
I de larga duración, largo χρόνος γὰρ ἤδη δαρὸς ἐξ ὅτου ... κοσμεῖσθε σῶμα ya es mucho el tiempo que lleváis adornando vuestro cuerpo E.HF 702, δαρὸς χρόνου πούς el largo caminar del tiempo E.Ba.889
normalmente en ac. adv. δηρὸν χρόνον durante largo tiempo ἤδη γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται Il.14.206, cf. h.Hom.28.14, Ibyc.l.c., A.Supp.516, S.Ai.414, AP 9.559 (Crin.), δηρὸν δ' ἄφθογγος γένετο χρόνον h.Cer.282, τὰς Ἀθήνας δαρὸν οἰκοῦντες χρόνον E.Heracl.69, cf. IT 1339, Or.55, IA 680, A.R.4.1328, AP 7.371 (Crin.), Opp.C.2.291.
II ac. adv. δηρόν (sc. χρόνον) durante largo tiempo, largamente αἰσχρόν τοι δ. τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι es vergonzoso llevar aquí largo tiempo y emprender el regreso con las manos vacías, Il.2.298, cf. 12.300, δ. γὰρ μάρναντο Hes.Th.629, cf. 646, Fr.1.11, ὦ ... κόρη, τί παρθενεύῃ δ.; A.Pr.648, cf. Emp.B 112.12, Pi.ll.cc., Thgn.567, Lyc.l.c., Orác. en Plu.2.399b, AP 5.250 (Paul.Sil.), Q.S.3.535, ὄψεσθαι ... φάος ἠελίοιο Il.5.120, ζώειν h.Ven.105, 260, Col.Memn.72.4 (I/II d.C.), δὴ μετὰ ταῦτα καὶ ἄκριτον largo e incalculable tiempo después de eso, h.Merc.126, οὕτω δ. S.Tr.65
frec. c. neg. οὐδέ σέ φημι δ. ... ἀλύξειν αἰπὺν ὄλεθρον Il.10.371, οὐκέτι δ. ἔκειτο μένων ἱερῷ ἐνὶ λίκνῳ h.Merc.21, δ. γὰρ οὐκ ἄρξει θεοῖς no reinará mucho tiempo entre los dioses A.Pr.940, cf. Il.2.435, Od.1.203, Thgn.47, 1303, E.Hec.183, A.R.3.729, Mosch.2.72, Orác. en IGR 4.360.21 (Pérgamo II d.C.), Colluth.227, οὐ μετὰ δ. no mucho tiempo después A.R.2.449, Opp.H.1.267, 3.499, Q.S.7.525, δ. δ' οὐ μετέπειτα A.R.1.8, 3.1330, Orph.L.526
ἐπὶ δ. por largo tiempo ὤλετό μοι κλέος ἐσθλόν, ἐπὶ δ. δέ μοι αἰὼν ἔσσεται Il.9.415, cf. A.R.1.615, Mosch.2.18, Orac.Sib.13.27, AP 7.609 (Paul.Sil.), Triph.246, Procl.H.4.11, Musae.291, ποτὶ δ. Q.S.10.28, τό νυ δᾶρον ἀτά[ρβης] τὰν σέμναν κατέχες (sic) ... ἄλοχον demasiado tiempo habías retenido, audaz, a su augusta esposa Balbill.30.5.

• Etimología: De *du̯āró, deriv. de *du̯ā- < *du̯H2-, cf. δήν.

Greek Monolingual

δηρός, -ά, -όν και δωρ. τ. δαρός (Α)
1. μακρός, μακράς διάρκειας
2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν
πάρα πολύ, για πολύν καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δFa-ros. Η ρίζα δFā- «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην. Η λ. δηρός αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. erkar «μακρός, αυτός που διαρκεί πολύ»].

Greek Monotonic

δηρός: -ά, -όν, Δωρ. δᾱρός (δήν), μακρύς, πολύ μακρύς, επί μακρόν, δηρὸν χρόνον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, δηρόν (ενν. χρόνον), ως επίρρ., πάρα πολύ, στο ίδ.· ἐπὶ δηρόν, στο ίδ.· δαρὸν χρόνον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δηρός: долгий: только в выраж. δηρὸν χρόνον Hom. (на)долго.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηρός -ά -όν Dor. δᾱρός [~ δήν] langdurig;. ἐπὶ δηρόν gedurende lange tijd Il. 9.415.