κάνθων

Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A = κανθήλιος, pack-ass, Ar.V.179, AP11.383 (Pall.), 399 (Apollinar.), Apion ap.J.Ap.2.9; of Trygaeus' beetle (with play on κάνθαρος), Ar.Pax82 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1321] ωνος, ὁ, der Esel, Ar. Vesp. 179; komisch für κάνθαρος Pax 82 u. sp. D., wie Pallad. 30 (XI, 383). Auch S. Emp. adv. astrol. 94.

Greek (Liddell-Scott)

κάνθων: -ωνος, ὁ κανθήλιος, ὄνος φορτηγός, Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ἀνθ. Π. 11. 383, 399 · - ἐντεῦθεν ὁ Τρυγαῖος ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 82, καλεῖ τὸν κάνθαρον αὑτοῦ διὰ τοῦ ὀνόματος κάνθων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κάνθαρος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 bête de somme, particul. âne;
2 escarbot, scarabée, insecte.
Étymologie: DELG κανθός.

Greek Monolingual

κάνθων, ὁ (Α)
1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος
2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός.

Greek Monotonic

κάνθων: -ωνος, ὁ, = κανθήλιος, υποζύγιο, γομάρι, σε Αριστοφ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κάνθων: ωνος ὁ вьючное животное, преимущ. осел Arph., Sext., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνθων -ωνος, ὁ [~ κανθήλιος] pakezel.