καταψάω

Revision as of 07:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A stroke, caress, καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν Hdt.6.61; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον] ὥσπερ πωλίον Ar.Pax75, cf.X.Ap. 28; τὸ φαλακρόν Herod.6.76:—Pass., Asclep. ap. Gal.12.411; to be stroked the right way, Sch.Gen.Il.21.474.    2 metaph., smooth down, Plb.2.13.6, 10.18.3; cajole, wheedle, BGU1011.13 (ii B.C.).    3 scrape down, τοὺς τοίχους IG11(2).199A48(Delos, iii B.C.); rub down, ἅτερος τὸν ἕτερον Luc.Anach.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταψάω: τρίβω ἐλαφρά, ἠρέμα διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, θωπεύω, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν καταρρέζω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., καθησυχάζω, καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε καταψήχω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
flatter de la main, caresser, acc..
Étymologie: κατά, ψάω.

Spanish

pasar la mano por, acariciar

Greek Monotonic

καταψάω: μέλ. -ήσω, χτυπώ με το χέρι, τρίβω ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· καταψῶν αὐτὸν (τὸν κάνθαρον), ὥσπερ πωλίον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταψάω: гладить, поглаживать, ласкать (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; πωλίον Arph.; sc. ἵππον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ψάω strelen.