κυνάριον

Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό, Dim. of κύων,

   A little dog, puppy, Pl.Euthd. 298d, X. Cyr.8.4.20, Theopomp.Com.90, Alc.Com.33, Ev.Matt.15.26; small waxen image of a dog used in magic, PMag.Par.1.2945: less correct than κυνίδιον acc. to Phryn.157; but κυνάριον καὶ κυνίδιον δόκιμα Id.PSp.84 B.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς τύπος ἧττον δόκιμος τοῦ κυνίδιον, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit chien, petite chienne.
Étymologie: κύων.

Spanish

figura de un perrito

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of κύων; a puppy: dog.

English (Thayer)

κυναριου, τό (diminutive of κύων, equivalent to κυνίδιον, which Phryn. prefers; see Lob. ad Phryn., p. 180; cf. γυναικάριον), a little dog: Xenophon, Plato, Theophrastus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

το (Α κυνάριον)
σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. -άριον].

Greek Monotonic

κῠνάριον: τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, σκυλάκι, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνάριον: (νᾰ) τό маленькая собачка, щенок Xen., Plat., NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνάριον -ου, τό, demin. van κύων, hondje, jonge hond.