στυφός

Revision as of 13:02, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perh. Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 960] = στυφρός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.

Russian (Dvoretsky)

στῡφός: v. l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).