κάρον

Revision as of 02:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A = καρώ, Theb.Ostr.135 (i A.D.); also v.l. for καρώ, Dsc.3.57.    II = μεγάλη ἀκρίς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, Kümmel, Karbe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κάρον: ᾰ, τό, ἢ κάρος, ὁ, κύμινον, caum carui, «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «κάρον· μεγάλη ἀκρίς».

Greek Monolingual

το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων
αρχ.
1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου «κάρ
φθείρ», ίσως επειδή οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' άλλη άποψη, πιθ. < κάρα «κεφάλι»].

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: n.
Meaning: plant name, cummin, Carum carvi (Theb. Ostr. 135 [Ip], v. l. Dsc. 3, 57), also καρώ f. (Dsc. l. c., Orib., uncertain Ath. 9, 371e; (popular formation?, s. Chantraine Formation 116).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perh. from κάρ φθείρ H. because a corn of cummin resembles a louse.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: μεγάλη ἀκρίς H.
Other forms: Also κάρνος Fur. 371.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Gil Fernandez Nombres de insectos 148. Fur. 341 compares ἀκορνός = ὀκορνός H.; further πάρνος. So clearly a Pre-Greek word