λεόπαρδος

Revision as of 03:00, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ,

   A leopard, Gal.5.134, Edict.Diocl.8.39, Theognost. Can.98.

German (Pape)

[Seite 29] ὁ, der Leopard, auch λεοντόπαρδος genannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεόπαρδος: ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM λεόπαρδος)
η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος
είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α' συνθετικό είναι λεοντο- και όχι λεο-, ο δε τ. πάρδος μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη φορά στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. αιώνας). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η ονομασία λεοπάρδαλη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: leopard (Gal., Edict. Diocl.),
Other forms: also λεοπάρδαλις (s. Wessely Glotta, 6, 29 f.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Comp. of λέων and πάρδος (cf. Risch IF 59, 56f., Strömberg Wortstudien 12), the last of which is only known from Ael. NA 1, 31 (v. l. πάρδαλος); instead since Il. πάρδαλις. So prob. from Lat. pardus, leopardus formally influenced; cf. s. πάρδαλις. Incidentally λεο- for λεοντο-, s. Schwyzer 439; see also λεο-δράκων as name of a mythical being (Crete IVa).