ὀχθέω
English (LSJ)
(pres. only in compd. προσοχθέω, q. v.), fut.
A -ήσω Q.S.3.451: Ep. Verb used by Hom. only in aor.:—to be sorely angered, vexed in spirit, ὤχθησαν Il.1.570, 15.101; elsewh. only in part., μέγ' ὀχθήσας προσέφη 1.517, 4.30, etc.; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε 11.403, al.; ὀχθήσας προσεφώνεε Od.23.182.
German (Pape)
[Seite 430] (nach den Alten von ὄχθος, sich hoch erheben, od. von ἄχθος, schwer belastet sein, übertr.), unwillig, verdrießlich sein, bes. insofern sich der Unwille od. Kummer in Worten kundgiebt; μέγ' ὀχθήσας προσέφη, Il. 1, 517. 4, 30. 8, 208. 15, 184. 16, 48 Od. 4, 30. 332 u. sonst; Hes. Th. 558; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε, Il. 11, 403. 17, 90. 18, 5. 21, 53 Od. 5, 298 u. sonst; ὀχθήσας προσεφώνεε, Od. 23, 182. Außer diesem partic. braucht Hom. nur noch ὤχθησαν, sie waren schweres Herzens, Il. 1, 570. 15, 101; – Sp., wie LXX. auch in den übrigen tempp., unzufrieden sein, sich beschweren. Vgl. Buttm. Lexil. I, 122.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχθέω: μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, ἄχθομαι, προσέτι κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, προσοχθέω. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ ἄχθομαι, ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς ὄγμος ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, ὀχέω, ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ὀχθήσω, pf. inus. ; dans Hom. seul. part. ao. ὀχθήσας et 3ᵉ pl. ao. ὤχθησαν;
être affligé ou indigné.
Étymologie: cf. ὀχέω ; cf. lat. vehemens, veho.
English (Autenrieth)
aor. ὤχθησαν: be moved with indignation, grief, anger, be vexed, Il. 1.570, Il. 15.101; usually the part., ὀχθήσᾶς.
Greek Monotonic
ὀχθέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὤχθησα, είμαι βαριά θυμωμένος, έχω βαθιά λύπη στην ψυχή μου, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀχθέω: (только 3 л. pl. aor. ὤχθησαν и part. aor. ὀχθήσας)
1) впадать в уныние, огорчаться: ὤχθησαν θεοί Hom. (услышав суровую речь Зевса), приуныли боги;
2) приходить в негодование, негодовать (μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to cherish resentment, to get angry, wrathful (cf. Audiat Rev. ét. anc. 49, 41 ff.).
Other forms: only aor. ptc. ὀχθήσας and 3. pl. ὤχθησαν (Hom.), fut. ὀχθήσω (Q. S.), ὀχθεῖ στένει, στενάζει H.; cf. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη. οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν H.; enlarged ὀχθ-ίζω (Opp. H.), προσ-οχθ-ίζω, -ίσαι, -ιῶ, -ώχθικα (LXX).
Derivatives: ὄχθησις θόρυβος, τάραχος H., προσόχθισ-μα n. anger, object of resentment (LXX), προσοχθισμός πρόσκρουσις, δεινοπάθεια etc. H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. with Prellwitz, Bq (doubting) and Schwyzer 719 n. 13 as causative or iterative-intensive to ἔχθομαι, ἔχθω (s. ἔχθος) like φοβέω : φέβομαι, σοβέω : σέβομαι, θροέω : θρέομαι; ποτάο-μαι : πέτομαι a.o. -- After L. Meyer (hesitating) and Hermann Gött. Nachr. 1918, 286 f. to ἄχθος, -ομαι; phonetically, and prob. also semantically less convincing.