ῥάζω

Revision as of 07:18, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

= ῥύζω (q.v.),

   A snarl, as a dog, metaph. of men, Cratin. 25.

German (Pape)

[Seite 831] ῥύζω, 1) knurren, bellen, vom Hunde. ' – 2) übertr., widerbelfern, widersprechen, Cratin. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάζω: ῥύζω, (ὃ ἴδε), γρυλλίζω, ὑλακτῶ ὡς κύων, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 3.

French (Bailly abrégé)

2seul. aux formes poét. suiv. : impér. ao.2ᵉ pl. ῥάσσατε;
Pass. pf. 3ᵉ pl. ἐρράδαται, pqp. 3ᵉ pl. ἐρράδατο;
c. ῥαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. (για σκύλο) γρυλίζω ή γαυγίζω
2. μτφ. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία όπως και τα συνώνυμα του ρύζω και ἀράζω (II)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to growl, to grouch, prop. of a dog; secondar. of men (Cratin. 25).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Perh. onomatop.; cf. ἀράζω and ῥύζω. On the anlaut Schwyzer 310 α Zus. Cf. ῥώχω.