γοητεία
English (LSJ)
ἡ,
A witchcraft, jugglery, γ. καὶ μαγεία Gorg.Hel.10, cf. Pl. Smp.203a: metaph., οὐδὲν ὑγιές, ἀλλὰ γ. τις Id.R.584a, Andronic. Rhod.p.573 M., etc.; ἀπάτη καὶ γ. Plb.4.20.5, cf. Luc.Nigr.15; γ. τῆς ὑποκρίσεως D.S.1.76; ἡδονῆς δι' ὀμμάτων Plu.2.961d: in a milder sense, 'finesse', Cic.Att.9.13.4; ἡ τῆς φύσεως γ. the magic of Nature, Plot.4.4.44.
German (Pape)
[Seite 500] ἡ, Zauberei, Gaukelei, Betrügerei; Plat. Conv. 202 e ἐπῳδὰς καὶ μαντείαν πᾶσαν καὶ γ., vgl. Legg. XI, 932; καὶ μαγεῖαι Plut. superst. 12; vom Redner Din. 1, 66. Nach VLL. ἐπὶ τῷ ἀνάγειν νεκρὸν δι' ἐπικλήσεως, ὅθεν εἴρηται ἀπὸ τῶν γόων καὶ τῶν θρήνων τῶν περὶ τοὺς τάφους γενομένων, letztes schwerlich richtig, vgl. μαγεία u. φαρμακεία. Auch Sp., meist in bösem Sinne; καὶ ἀπάτη Pol. 4, 20, 5; vgl. 15, 17, 2; = ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc. Nigr. 15; ἡ τῆς φύσεως γ., wo der Mensch nicht mit klarem Bewußtsein handelt, Plotin. in Villois. Anecd. II p. 236; in gutem Sinne, Zauberer, nach Plut. sol. anim. 3 p. 143 ἡδονῆς τῷ μὲν δι' ὤτων ὄνομα κήλησίς ἐστι, τῷ δὲ δι' ὀμμάτων γοητεία.
Greek (Liddell-Scott)
γοητεία: ἡ, (γοητεύω) μαγεία, μαγγανεία, ἀπάτη, Πλάτ. Συμπ. 203Α, Πολ. 584Α, κτλ.· μεταφ., γ. τῆς ὑποκρίσεως Διόδ. 1. 76· ἡδονῆς δι’ ὀμμάτων ὄνομα, γοητεία Πλούτ. 2. 961D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fascination ; charlatanisme, imposture.
Étymologie: γοητεύω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I magia, brujería, hechizo γ. καὶ μαγεία Gorg.B 11.10, μαντεία ... καὶ γ. Pl.Smp.202e, καὶ οὐδὲν ὑγιὲς ... ἀλλὰ γ. τις Pl.R.584a, ἀσμενισμοὶ καὶ γοητεῖαι Chrysipp.Stoic.3.96, δι' ὀμμάτων γ. Plu.2.961d, cf. Plot.4.4.43
•prodigio de los milagros de Cristo, Cels.Phil.2.49.
II fig.
1 seducción γοητείας ἅμιλλαν ποιητέον hay que hacer una prueba consistente en seducción Pl.R.413d, cf. Amph.Seleuc.179, ἀπάτη καὶ γ. Plb.4.20.5
•encanto, capacidad de seducción Cic.Att.180.4
•atracción engañosa del mundo de los sentidos ἡ τῆς φύσεως γ. la magia de la naturaleza Plot.4.4.44, (ἡ ἡδονὴ) νύκτωρ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐνυπνίοις μετὰ γοητείας ... ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.
2 charlatanería οἱ δὲ πολλοὶ τεθεραπευμένοι ταῖς Ἡρακλείδου γοητείαις Plb.33.18.11
•trapacería, maña ἠξίου μετὰ πολλῆς γοητείας ἐξαφεῖναι σῶον αὐτόν suplicaba con muchas mañas que le dejaran en libertad LXX 2Ma.12.24, γ. καὶ ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc.Nigr.15, τῆς ὑποκρίσεως γ. D.S.1.76.
Greek Monolingual
η (AM γοητεία) γοητεύω
το να σαγηνεύει κανείς με την ομορφιά του, τους λόγους του ή άλλα χαρίσματα
(αρχ.- μσν.) απάτη.
Greek Monotonic
γοητεία: ἡ (γοητεύω), μαγεία, μαγγανεία, απάτη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γοητεία: ἡ
1) тж. pl. колдовство, ворожба, чары Plat., Plut.;
2) обман, шарлатанство Polyb., Luc., Diod.;
3) обольщение (ἡδονῆς δι᾽ ὀμμάτων ὄνομα γ. ἐστίν Plut.).