ἀποθηρίωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A changing into a wild beast, Hsch. s.v. Αἰαίη. II (from Pass.) fury or rage against any one, πρός τινα D.S.34/5.20.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, Verwilderung, Plut.; wüthender Zorn gegen Jemanden, Diod. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς ἄγριον θηρίον μεταμόρφωσις, Ἡσύχ. ἐν λέξει Αἰαίη. ΙΙ. ἐκ τοῦ παθ., ἐξαγρίωσις, πρὸς τινα ἀναφέρεται ὡς ληφθὲν ἐκ τοῦ Διοδ., ἀλλ’ ἄνευ ἀκριβοῦς παραπομπῆς, ἴδε Θησ. Στεφ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rendre sauvage.
Étymologie: ἀποθηριόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 transformación en bestia Hsch.s.u. Αἰαίη.
2 ira, furor πρὸς αὑτόν D.S.Fr.inc.34/35.20.
Greek Monolingual
ἀποθηρίωσις, η (Α)
1. η μεταμόρφωση κάποιου σε θηρίο
2. το να εξαγριωθεί κάποιος, να οργιστεί πάρα πολύ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθηρίωσις: εως ἡ
1) одичание (τῶν ζώων Plut.);
2) раздражение, ярость, ожесточение (πρός τινα Diod.).