γρόνθος
English (LSJ)
ὁ,
A = πυγμή, fist, Gloss. Oxy.1099.18, Hsch., etc.; κατέκτειναν γρόνθοις καὶ λακτίσμασι PAmh.2.141.10 (iv A. D.); γρόνθῳ παίσας Sch.Il.2.220; γ. παλαστιαῖος, = σπιθαμή, Aq.Jd.3.16, al., cf. Hero *Geom.4.11. II spoke on a machine, Ps.-Apollod.Poliorc. p.46 Thévenot.
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, = κόνδυλος, die geballte Faust, Sp. hellenistisch für πύξ, nach Moeris; vgl. Eust. 1322, 40. – Bei Maschinen die gewölbte Schildkrampe, = χελώνιον; auch eine hervorstehende Ecke, Sprosse, auf die man treten kann. Bei Hero = παλαιστή, als Längenmaaß.
Greek (Liddell-Scott)
γρόνθος: ὁ, μεταγ. λέξις, =πυγμή, ὁ γρόνθος, κόνδυλος, «γροθιά», Ἡσύχ. , Ἐτυμ. Μ. , κτλ.· γρόνθῳ παίσας Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 219· γρόνθον ἀντὶ γρόνθου, κτύπημα ἀντὶ κτυπήματος, Πολύκ. Ἐπ. πρὸς Φίλ. 2· -γρ. παλαστιαῖος=σπιθαμή, Ἀκύλ. Π. Δ. (Ἰουδ. γ΄, 16). ΙΙ. λίθος ἢ ὄγκος προέχων τοῦ τοίχου οἰκοδομήματός τινος, Μαθ. Ἀρχ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 puño προ[σέ] παισομ (sic) μοι εἰς τὴν πλευρὰν τοῖ[ς] γρόνθοις PMich.229.27 (I d.C.), δακτύλους ... εἰς γρόνθον συστρέφοντες Eust.1322.39, cf. Moer.295, Tz.ad Lyc.981, glos. en POxy.1099.18, Gloss.2.164.
2 puñetazo μὴ ἀποδιδόντες ... γρόνθον ἀντὶ γρόνθου no devolviendo golpe por golpe Polyc.Sm.Ep.2.2, με κατέκτι[να] ν γρόνθοις τε καὶ λακτί[σ] μασιν PAmh.141.10 (IV d.C.), cf. Aq.Is.58.4.
3 el puño como medida de longitud, sinón. de παλαιστής Aq.Id.3.16, Hero Geom.4.11.
• Etimología: Gener. se rel. aaa. koimman ‘apretar’, lat. gremium que sería de la misma r. que ἀγείρω q.u. en grado o c. suf. nasal y -dh-.
Greek Monolingual
ο βλ. γρόθος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: fist (PAmh. 2, 141, 10, IVp, sch., Gloss.), breadth of a hand (Aq.), also grasp, spoke of a machine.
Derivatives: γρόνθων ἀναφύσησις, ην πρώτην μανθάνουσιν αὑληταὶ καὶ κιθαρισταί (H., Poll.), (to γρόνθος?) γρονθωνεύεται (cod. -θον-) θυμοῦται H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One has distinguished a suffix -θος (cf. μασθός, βρόχθος, κύσθος) and compared ONo. krumma f. hand, OHG krimman press, and Lat. gremium lap, womb. Lith. grùmdau von oben gewaltsam stoßend stopfen belongs to the productive iterative-intensives in -dau (cf. grumiù, grùmti press into, fill). All quite uncertain.