μυρρίς

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116· μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

η (Α μυρρίς και μυρίς)
αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)].