κάπος

Revision as of 13:07, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

ὁ,

   A breath, Eust.1280.34, Hsch.:—also κάπυς, Id.; κάφος, Eust. l.c. κάπουπλος· ῥάρυγξ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1323] τό, Hauch, Athem, VLL. Vgl. κάπυς u. κάφος. – Aber κᾶπος dor. = κῆπος.

Greek (Liddell-Scott)

κάπος: καὶ κάφος, ὁ, «τὸ πνεῦμα» Εὐστ. 1280. 34· ὡσαύτως κάπυς Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α)
πνοή, αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ- (πρβλ. καπ-νός)].
(II)
κᾱπος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του κήπος.
(III)
ο
1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός
2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες της τάξης οι οποίοι εκτελούσαν και τις εντολές της εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capo].