επιθύω
Greek Monolingual
(I)
ἐπιθύω (AM)
θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.)
αρχ.
1. θυσιάζω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπιθύομαι
σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.)
3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)
4. γεν. προσφέρω, προσκομίζω ως προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (I) «θυσιάζω»].
(II)
ἐπιθύω (Α)
1. τρέχω με ορμή, σπεύδω κάπου («ὡς ἄν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. ἐπιθύομαι
(για ποταμό) κατακλύζω
3. (με απρμφ.) προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω κάτι («ἐρύσσασθαι... Τρῶες ἐπιθύουσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για διαθέσεις) παρορμώ, προτρέπω έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (II) «κινούμαι γρήγορα»].