ἅγνευμα

Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

τό,

   A chastity, E.Tr.501.

German (Pape)

[Seite 17] τό, Keuschheit, Eur. Fr. 500 El. 554.

Greek (Liddell-Scott)

ἅγνευμα: τό, (ἁγνεύω) ἁγνὴ διαγωγή, καθαρότης, Εὐρ. Τρῳ. 501.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chasteté.
Étymologie: ἁγνεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
voto de castidad, pureza ἅ. ἔχων τι θεῖον E.El.256, οἵαις ἔλυσας συμφοραῖς ἅγνευμα σόν ref. a Casandra, E.Tr.501.

Greek Monotonic

ἅγνευμα: τό (ἁγνεύω), αγνή διαγωγή, εγκράτεια, αγνότητα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἅγνευμα: ατος τό чистота, непорочность: ἅ. ἔχειν θεῖον Eur. дать перед божеством обет чистоты.

Middle Liddell

ἁγνεύω
chastity, Eur.