μάνη

Revision as of 11:34, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

English (LSJ)

or μάνα, ἡ,

   A = μανία, Ar.Fr.816; sed leg. μάμμη or μάμμα, = μαμμία.

Greek (Liddell-Scott)

μάνη: ἢ μάνα, ἡ, = μανία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 647· πρβλ. σάλησάλα.

Greek Monolingual

(I)
μάνη, ἡ (Α)
βλ. μήνη.
(II)
μάνη και μάνα, ἡ (Α)
μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι (πρβλ. -μάν-ην)].

Russian (Dvoretsky)

μάνη: (ᾰ) ἡ Arph. = μανία.