ἀθυρόγλωττος

Revision as of 12:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (-γλωσσος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.

Greek Monotonic

ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).

Middle Liddell

θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.