ἀπρήϋντος

Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A implacable, AP7.287 (Antip.), Nonn.D.28.1, al.

German (Pape)

[Seite 338] ep. = ἀπράϋντος, nicht zu beschwichtigen, grausam, θάλασσα Ant. Th. 69 (VII, 287).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρήϋντος: -ον, Ἀττ. ἀπράϋντος, ἀδιάλλακτος, ἀνεξίλαστος, Ἀνθ. Π.7. 287.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut adoucir, implacable.
Étymologie: ἀ, πραΰνω.

Spanish (DGE)

-ον
cruel, implacable θάλασσα AP 7.287 (Antip.), ἔρις Nonn.D.28.1.

Greek Monotonic

ἀπρήϋντος: -ον, Αττ. ἀπρα- (πραΰνω), αδιάλλακτος, αμείλικτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πραΰνω
implacable, Anth.