ἀπρήϋντος
English (LSJ)
ἀπρήϋντον, implacable, AP7.287 (Antip.), Nonn. D. 28.1, al.
Spanish (DGE)
-ον
cruel, implacable θάλασσα AP 7.287 (Antip.), ἔρις Nonn.D.28.1.
German (Pape)
[Seite 338] ep. = ἀπράϋντος, nicht zu beschwichtigen, grausam, θάλασσα Ant. Th. 69 (VII, 287).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut adoucir, implacable.
Étymologie: ἀ, πραΰνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρήϋντος: -ον, Ἀττ. ἀπράϋντος, ἀδιάλλακτος, ἀνεξίλαστος, Ἀνθ. Π.7. 287.
Greek Monotonic
ἀπρήϋντος: -ον, Αττ. ἀπρα- (πραΰνω), αδιάλλακτος, αμείλικτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
πραΰνω
implacable, Anth.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий