παρατεταγμένως

Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. (παρατάσσω)

   A as in battlearray, steadily, Pl.R.399b ; in a self-possessed manner, Gal.8.362.    II. π. ἄγεσθαι, of a straight line, to be drawn parallel to the ordinate of a conic, Apollon. Perg.Con.1.27,al.

German (Pape)

[Seite 502] adv. part. perf. pass. von παρατάσσω, in völliger Schlachtordnung, wohlgerüstet, Sp.; übertr., παρατ. καὶ καρτερούντως ἀμύνεσθαι τὴν τύχην, Plat. Rep. III, 399 b.

Greek (Liddell-Scott)

παρατεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ὡς ἐν παρατάξει μάχης, σταθερῶς, Πλάτ. Πολ. 399Β, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 438 (Kiessl.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre.
Étymologie: παρατάσσω.

Greek Monolingual

Α
1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότηταπαρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.)
2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία
3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος του παρατάσσω.

Greek Monotonic

παρατεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του παρατάσσω, όπως στην παράταξη μάχης, σταθερά, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρατεταγμένως [παρατάττω] adv., overdr. standvastig.

Russian (Dvoretsky)

παρατεταγμένως: [part. pf. pass. к παρατάσσω в полной готовности или стойко (ἀμύνεσθαι τὴν τύχην Plat.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of παρατάσσω
as in battle-array, steadily, Plat.