ἀντιβατικός

Revision as of 13:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ή, όν,

   A contrary, opposite, φορά Plu.Phoc.2.    II of contact, firm, thorough, -κωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9; resistent, Hierocl. p.23A., Alex.Aphr.Quaest.62.4, Olymp.in Mete.18.30; of the pulse, Gal.8.949, cf.644. Adv. -κῶς ib.668: Comp., κλίνης -κώτερον ἐστρωμένης Sor.2.61.

German (Pape)

[Seite 250] zum Widerstand geeignet, Galen.; widerstrebend, Plut. Phoc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν, ἐναντίος, ἀντίθετος, Πλουτ. Φωκ. 2, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui résiste, opposé à.
Étymologie: ἀντιβαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1opuesto, contrario φορά Plu.Phoc.2.
2 resistente, firme ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9, τὸ σῶμα Hierocl.p.23, cf. Alex.Aphr.Quaest.62.4
subst. τὸ ἀ. resistencia, firmeza τὴν δὲ περίσχισιν τοῦ πυρὸς φαίνεσθαι διὰ τὸ παχυμερὲς καὶ ἀντιβατικόν Olymp.in Mete.18.30, en med. del pulso τὸ γὰρ ἀνατρεπτικόν τε καὶ ἀντιβατικὸν ἀπεδώκαμεν ἐκείνῳ Gal.8.949, cf. 644.
II adv.
1 -ῶς de forma firme del latido del pulso πλήττων Gal.8.668.
2 compar. neutr. como adv. κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένης hecha una cama en forma más dura Sor.140.12.

Greek Monolingual

ἀντιβατικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αντιβαίνει σε κάτι, ο αντίθετος.

Greek Monotonic

ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν (ἀντιβαίνω), αντίθετος, ενάντιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβᾰτικός: противоположный, обратный, встречный (φορά Plut.).

Middle Liddell

ἀντιβαίνω
contrary, opposite, Plut.