ἐπεντέλλω

Revision as of 14:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A command besides, S.Ant.218:—Med., enjoin, PMag.Par.1.2075.

German (Pape)

[Seite 915] noch dazu auftragen, Soph. Ant. 218, τινί τι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεντέλλω: προσέτι παραγγέλλω, διατάττω, τί δῆτ’ ἂν ἄλλο τοῦτ’ ἐπεντέλλεις ἔτι; Σοφ. Ἀντ. 218.

French (Bailly abrégé)

commander en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐντέλλω.

Greek Monolingual

ἐπεντέλλω (Α)
διατάζω, παραγγέλλω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εν + τέλλω «εγείρω»].

Greek Monotonic

ἐπεντέλλω: μέλ. -τελῶ, παραγγέλλω, διατάζω επιπλέον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεντέλλω: (сверх того) приказывать: τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι; Soph. что еще другое ты прикажешь?

Middle Liddell

fut. -τελῶ
to command besides, Soph.