ἀνάρτιος

Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A uneven, odd, Pl.Phd.104e, al.    2 at odds with one, hostile, Plu.2.1030a.

German (Pape)

[Seite 206] ungerade, Plat. Phaed. 104 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτιος: -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) ἐχθρός, ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος;
2 impair.
Étymologie: ἀ, ἄρτιος.

Spanish (DGE)

-ον impar ἡ τριάς Pl.Phd.104e, cf. Meth.Symp.3.3.

Greek Monolingual

ἀνάρτιος, -ον (Α)
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι άρτιος, ο περιττός
2. εχθρός, αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀνάρτιος: -ον, ο μη άρτιος, περίεργος, αντίθ. προς το ἄρτιος (ίσος), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρτιος: 1) Plut. = ἀνάρσιος;
2) нечетный (ἀ. ἡ τριάς Plat.).

Middle Liddell


uneven, odd, opp. to ἄρτιος (even), Plat.