πρόσχωρος

Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον, (χώρα)

   A lying near, neighbouring, τόπος A.Pers.273, S.OT1127; ξένοι Id.OC493; τοῖχοι OGI483.120 (Pergam.).    II Subst., neighbour, Hdt.9.15, S.OC1065 (lyr.), Th.8.11, Pl.Lg.737d, Arist.Pol.1269b6, IG22.1364 (i A.D.).    2 πρόσχωρος, ἡ, frontier, BCH55.43 (Odessus, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 789] daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8. daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχωρος: -ον, (χώρα) ὁ πλησίον κείμενος, πλησιόχωρος, γειτονικός, τόπος Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γείτων, οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
limitrophe, voisin en parl. de lieux ; ὁ πρόσχωρος celui qui habite auprès, voisin, gén. ou dat..
Étymologie: πρός, χώρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός
2. το αρσ. ως ουσ. πρόσχωρος
ο γείτονας («παρῆσαν... οἵ τε Κορίνθιοι... καὶ οἱ ἄλλοι πρόσχωροι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χῶρος (πρβλ περί-χωρος)].

Greek Monotonic

πρόσχωρος: -ον (χώρα),·
I. αυτός που βρίσκεται δίπλα, πλησιόχωρος, γειτονικός, όμορος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχωρος: II ὁ сосед (τινος Her., Thuc., реже τινι Polyb.; πολεμεῖν τοῖς προσχώροις Arst.).
сопредельный, пограничный, соседний (τόπος Aesch.; ξένοι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχωρος -ον [πρός, χώρα] aangrenzend:; πᾶς τε πρόσχωρος τόπος de gehele aangrenzende streek Aeschl. Pers. 273; van pers. naburig:; τῶνδε προσχώρων ξένων van deze in de buurt wonende vreemdelingen Soph. OC 493; subst. plur. buren:. μετεπέμψαντο τοὺς προσχώρους τῶν Ἀσωπίων zij hadden de buren van de Asopiërs laten komen Hdt. 9.15.1.

Middle Liddell

πρόσ-χωρος, ον, χώρα
I. lying near, neighbouring, Aesch., Soph.
II. as Subst., a neighbour, Hdt.