ἑξήκοντα

Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

(

   A ϝεξ- SIG56.30 (Argos, v B. C.)), οἱ, αἱ, τά, indecl., sixty, Il.2.587, etc.; οἱ ἑ., a college of γελωτοποιοί at Athens, Telephan. ap. Ath.14.614d.

German (Pape)

[Seite 881] οἱ, αἱ, τά, indecl., sechzig, Hom. u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξήκοντα: οἱ, αἱ τά, «ἑξῆντα», ἄκλ. Ὅμ., κλ.· ἴδε ἐν λ. ἕξ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
soixante.
Étymologie: ἕξ, -κοντα.

English (Autenrieth)

sixty.

English (Strong)

the tenth multiple of ἕξ; sixty: sixty(-fold), threescore.

Greek Monolingual

οι, τα
βλ. εξήντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fεξ-ή-κοντα, όπου το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τον τ. πεντήκοντα, πρβλ. και εβδομ-ήκοντα, ενενήκοντα. Το νεοελλ. εξήντα < εξήκοντα, πρβλ. πενήντα < πεντήκοντα.

Greek Monotonic

ἑξήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἕξ), άκλιτο, εξήντα, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑξήκοντα: οἱ, αἱ, τά indecl. шестьдесят Hom. etc.

Middle Liddell

[ἕξ]
indecl. sixty, Hom., etc.