ἑξήκοντα
English (LSJ)
(
A ϝεξ- SIG56.30 (Argos, v B. C.)), οἱ, αἱ, τά, indecl., sixty, Il.2.587, etc.; οἱ ἑ., a college of γελωτοποιοί at Athens, Telephan. ap. Ath.14.614d.
German (Pape)
[Seite 881] οἱ, αἱ, τά, indecl., sechzig, Hom. u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξήκοντα: οἱ, αἱ τά, «ἑξῆντα», ἄκλ. Ὅμ., κλ.· ἴδε ἐν λ. ἕξ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
soixante.
Étymologie: ἕξ, -κοντα.
English (Autenrieth)
English (Strong)
the tenth multiple of ἕξ; sixty: sixty(-fold), threescore.
Greek Monolingual
οι, τα
βλ. εξήντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fεξ-ή-κοντα, όπου το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τον τ. πεντήκοντα, πρβλ. και εβδομ-ήκοντα, ενενήκοντα. Το νεοελλ. εξήντα < εξήκοντα, πρβλ. πενήντα < πεντήκοντα.
Greek Monotonic
ἑξήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἕξ), άκλιτο, εξήντα, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἑξήκοντα: οἱ, αἱ, τά indecl. шестьдесят Hom. etc.
Middle Liddell
[ἕξ]
indecl. sixty, Hom., etc.