ενενήκοντα
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα)
(άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < εναν-ήκοντα, με αφομοίωση του -α- από το ε- και αναλογική επίδραση τών τύπων σε -ήκοντα (πρβλ. εβδομήκοντα, πεντήκοντα) < ενFαν-άκοντα, με προθηματικό φωνήεν ε-, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα newn «εννέα». Στο β' συνθετικό -η-κοντα το μεν -η- είναι συνδετικό φωνήεν, ενώ η κατάληξη -κοντa (πρβλ. λατ. -ginta) είναι ο πληθυντικός αριθμός του ουδετέρου της καταλήξεως -κάτι που εμφανίζεται στη λέξη είκοσι (< Fίκατι). Ο τ. ενήκοντα (Δήλος, Φωκίδα) < ενενήκοντα, με απλολογία, ενώ ο ομηρικός τ. εννήκοντα αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά προς τα εννέα, εννήμαρ. Το νεοελληνικό αριθμητικό ενενήντα προήλθε με απλολογία από το αρχ. ενενήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].