ἀμοιβηδίς

Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Adv., (ἀμοιβή)

   A alternately, in succession, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer326.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβηδίς: Ἐπίρρ. (ἀμοιβή) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, ἐναλλάξ. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· ὡσαύτως ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. ἀμοιβαδίς.

French (Bailly abrégé)

adv.
alternativement, mutuellement.
Étymologie: ἀμοιβή, -δις.

English (Autenrieth)

by turns, Il. 18.506 and Od. 18.310.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
adv. por turno, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer.326, A.R.3.226, cf. tb. A.D.Synt.343.12, Hdn.Gr.1.512, Sud.

Greek Monolingual

ἀμοιβηδίς (Α) επίρρ.
βλ. αμοιβήδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δις].

Greek Monotonic

ἀμοιβηδίς: επίρρ. (ἀμοιβή), αμοιβαίως, εναλλάξ, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβηδίς: adv. чередуясь, поочередно Hom.

Middle Liddell

ἀμοιβή
alternately, in succession, Hom.