ἀνοιστέος

Revision as of 16:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be referred, E.Fr.970.    II ἀνοιστέον one must carry back or report, S.Ant.272, E.HF1221:—one must refer, τι πρός τι Plu. Phoc.5; ἐπί τι Thphr.CP4.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, πρέπει τις νὰ ἀνενεχθῇ, ἀλλ’ ἀνοιστέοςλόγος ... ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 431Α. ΙΙ. ἀνοιστέον, πρέπει τις ν’ ἀναφέρῃ νὰ ποιήσῃ φανερόν, ἦν δ’ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον Σοφ. Ἀντ. 272, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1221: - πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ἀναγάγῃ, τι πρός τι Πλουτ. Φωκ. 5· ἐπί τι Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 11. 8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀναφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 hay que referir σοὶ τοὔργον S.Ant.272, ἐκεῖσ' ἀ., ὅτ' ... hay que referirse a aquella ocasión en que ... E.HF 1221
tb. concertado ἀνοιστέος λόγος palabras que han de ser referidas E.Fr.970.
2 hay que atribuirlo ἐπὶ τὴν χώραν Thphr.CP 4.11.8, πρὸς τὸ ἦθος Plu.Phoc.5.

Greek Monolingual

ἀνοιστέος, -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)
1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί
2. (το ουδ.) ανοιστέον
α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό
β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω].

Russian (Dvoretsky)

ἀνοιστέος: adj. verb. к ἀναφέρω.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀναφέρω,]
one must report, Soph., Eur.:— one must refer, τι πρός τι Plut.