ἀφώνητος

Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A unspeakable, unutterable, ἄχος Pi. P.4.237.    II voiceless, speechless, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀ. S.OC 1283.

German (Pape)

[Seite 416] unaussprechlich (od. stumm?), ἄχος Pind. P. 4, 237; τὰ ἀφ. Soph. O. C. 1285, sprachlos, stumm, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφώνητος: -ον, ἀνεκφώνητος, ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· δεσμός, πόνος ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans voix, muet.
Étymologie: ἀ, φωνέω.

English (Slater)

ᾰφώνητος
   1 soundless ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (P. 4.237)

Spanish (DGE)

-ον
1 indecible, ἄχος Pi.P.4.237.
2 de pers. mudo παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις S.OC 1283, cf. Nonn.D.26.280
fig. σιγή Nonn.D.19.2, σιωπή Nonn.D.13.10.
3 de anim. no dotado de lenguaje ταῦρος Nonn.D.47.398
de objetos inanimados mudo, silencioso πρόσωπον de una máscara, Nonn.D.27.230, cf. 15.267, χερσὶν ἀφωνήτοισι con manos silenciosas de un mimo que representa a Ganimedes, Nonn.D.19.217.

Greek Monolingual

ἀφώνητος, -ον (Α) φωνώ
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άφωνος, άλαλος
2. αυτός που σωπαίνει
3. ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος.

Greek Monotonic

ἀφώνητος: -ον (φωνέωάφωνος, άναυδος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφώνητος: Pind., Soph. = ἄφωνος.

Middle Liddell

φωνέω
voiceless, speechless, Soph.